- επιζωοτικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιζωοτικός — ή, ό [επιζωοτία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία («επιζωοτική νόσος») 2. φρ. «επιζωοτική αποβολή» αποβολή τών εμβρύων θηλυκών ζώων που οφείλεται σε επιζωοτία από την προσβολή διαφόρων μικροοργανισμών … Dictionary of Greek